παραχαράζω

παραχαράζω
Ν
βλ. παραχαράσσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραχαράζω — παραχαράζω, παραχάραξα βλ. πίν. 23 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραχαράζω — παραχάραξα, παραχαράχτηκα, παραχαραγμένος 1. κατασκευάζω κίβδηλα, ψεύτικα νομίσματα, ένσημα, γραμματόσημα, τίτλους: Πρόσφατα κυκλοφόρησαν παραχαραγμένα χαρτονομίσματα. 2. μτφ., παραποιώ, αλλοιώνω, αλλάζω, διαστρέφω: Σκόπιμα παραχαράξανε την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραχαράσσω — ΝΜΑ, αττ. τ. παραχαράττω Α, παραχαράζω Ν μτφ. διαστρέφω, παραποιώ (α. «θεῑον δόγμα παραχαράττειν», Συνέσ. β. «παραχάραξε την αλήθεια») νεοελλ. απομιμούμαι ένα χάραγμα με σκοπό την απάτη και ιδίως κατασκευάζω ψεύτικα, κίβδηλα νομίσματα, είμαι… …   Dictionary of Greek

  • παραχαράσσω — παραχαράσσω, παραχάραξα βλ. πίν. 27 και πρβλ. παραχαράζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλλοιώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. μεταβάλλω: Τα χρώματα αλλοιώθηκαν από τον ήλιο. 2. νοθεύω, παραχαράζω: Πιάστηκαν από την αστυνομία, γιατί αλλοίωναν τους αριθμούς των λαχείων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”